Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἱ ϑεώμενοι

См. также в других словарях:

  • θεώμενοι — θεάομαι gaze at pres part mp masc nom/voc pl θεάω gaze at pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

  • κλώζω — (AM κλώζω και κλώσσω) (για το πτηνό κάργια) κράζω νεοελλ. (για όρνιθα) κακαρίζω αρχ. βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»