-
1 θεάομαι
θεάομαι (vgl. ϑάομαι, ϑηέομαι), sehen, schauen, betrachten; ϑεᾶσϑε πάντες ἄϑλιον δέμας Soph. Tr. 1068; πάντα ϑεᾶσϑ' ὄμμασι Eur. Ion 232; ϑεάσομαι Hipp. 661; bes. ein Schauspiel mit ansehen, dah. οἱ ϑεώμενοι, die Zuschauer, Ar. Nubb. 510 Plut. 798; ζητεῖ τὸ κακὸν τεϑεᾶσϑαι Th. 797; ὅκως ἐκείνην ϑεήσεαι γυμνήν Her. 1, 8; πόλεμον, den Krieg mit ansehen, 8, 116; πάντες ὥςπερ ἄγαλμα ἐϑεῶντο αὐτόν Plat. Charm. 154 c; übertr., geistig betrachten, τὰ ὀνόματα Crat. 411 a, τὸ ἀληϑὲς καὶ τὸ ϑεῖον Phaed. 84 a; ϑεῶ δὴ καὶ τὸ μετὰ ταῦτα ἑπόμενον Polit. 298 e; ϑεα-σάμενος, ὅτι οὕτως ἔχεις πρὸς τὸ ἀγαϑόν Prot. 352 a. – Τὸ ϑεαϑέν, das Gesehene, Thuc. 3, 38, ist f. l. für δρασϑέν. – Bei Sp. finden sich einzelne Formen des Activs, bes. ϑέα, siehe. Die dor. Form s. unter ϑάομαι.
-
2 θεάομαι
θεάομαι, sehen, schauen, betrachten; bes. ein Schauspiel mit ansehen, dah. οἱ ϑεώμενοι, die Zuschauer; πόλεμον, den Krieg mit ansehen; übertr., geistig betrachten. Τὸ ϑεαϑέν, das Gesehene
См. также в других словарях:
θεώμενοι — θεάομαι gaze at pres part mp masc nom/voc pl θεάω gaze at pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
κλώζω — (AM κλώζω και κλώσσω) (για το πτηνό κάργια) κράζω νεοελλ. (για όρνιθα) κακαρίζω αρχ. βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας,… … Dictionary of Greek